- ἀεξίγυιος
- ᾰεξίγυιος1 strengthening the limbs
ἀεξιγυίων ἀέθλων N. 4.73
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀεξιγυίων ἀέθλων N. 4.73
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
αεξίγυιος — ἀεξίγυιος, ον (Α) αυτός που δυναμώνει τα γυία, τα μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + γυῑον] … Dictionary of Greek
ἀεξιγυίων — ἀεξίγυιος strengthening the limbs masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεξι- — ἀεξι (Α) [ἀέξω] α συνθ. ποιητικών κυρίως λέξεων τής Αρχαίας, όπως ἀεξίβιος, ἀεξίγυιος ἀεξίκακος, ἀεξίκερως, ἀεξίνους, ἀεξίτοκος, ἀεξίτροφος, ἀεξίφυλλος, ἀεξίφυτος κ.λπ., στις οποίες προσδίδει την έννοια αυξήσεως, ενισχύσεως … Dictionary of Greek